Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Τα γαλάζια άνθη

Πώς να μη χαιρετίσουμε την έκδοση των Γαλάζιων ανθέων του Ρεϊμόν Κενώ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, ενός πραγματικού κοσμήματος του χιούμορ, όταν το χιούμορ είναι τόσο σπάνιο και τόσο πολύτιμο; «Το χιούμορ» λέει ο συγγραφέας «είναι αυτό που απαλλάσσει τα υψηλά συναισθήματα από τη βλακεία τους»! Να παρακολουθείς το θέαμα του κόσμου μέσα από το γέλιο είναι πράγματι μια φιλοσοφία ζωής. Εκεί έγκειται όλη η προβληματική του τραγικού και του κωμικού. Ο Κενώ έκανε την επιλογή του. Αφού ο κόσμος είναι παράξενα φτιαγμένος και η γλώσσα είναι αυτή που είναι, δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις. Αρα καλύτερα να γελάς παρά να κλαις!

Οι ήρωες του Κενώ το γνωρίζουν αυτό, το κάνουν πράξη; Πώς φέρονται στα Γαλάζια άνθη; Ποιοι είναι; Σύμφωνα με τη μεταφράστρια, είναι «πιο εύκολο να χωρέσεις τον Σηκουάνα σε κουτάλι παρά να συνοψίσεις τα Γαλάζια άνθη»! Αυτό τα λέει όλα! Ούτως ή άλλως, οι χαρακτήρες του Κενώ είναι αντι-ήρωες: ο Συδρολίνος είναι ένα ασήμαντο ανθρωπάκι, ένας αργόσχολος φουκαράς, φαινομενικά άκακος. Θυμίζει τα πρόσωπα της ιταλικής Commedia del Arte (τον Πιερότο, τον Αρλεκίνο) ή τον πιο κοντινό μας Σαρλό. Ζει πάνω σε μια μαούνα αραγμένη στις όχθες του Σηκουάνα και η ημέρα του περνά με ξάπλα και όνειρα. Ονειρεύεται ένα πρόσωπο, τον ντ Ωγέ, ο οποίος διασχίζει φουριόζος τη γαλλική ιστορία, με γιγαντιαίες δρασκελιές 175 χρόνων (τον βρίσκουμε το 1264 να συζητά με τον Αγ. Λουδοβίκο, έπειτα το 1439 να αγοράζει κανόνια, το 1614 να παραβιάζει την πόρτα του αλχημιστή Τιμολέο Τιμολέι, που παλεύει να ανακαλύψει το μυστικό του χρυσού, αλλά και το 1789, στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης). Τελικά ο ανεκδιήγητος δούκας προσγειώνεται στο 1964, για να έρθει αντιμέτωπος μαζί του. Στιγμή αληθείας, σημαίνουσα συνάντηση με τον άλλον εαυτό του: ο ένας είναι ο άλλος.

Οπως ο ντ Ωγέ ενσαρκώνει τη μνήμη της ανθρωπότητας, το παρελθόν απ όπου ο καθένας μας, με τη διαμεσολάβηση του Συδρολίνου, αντλεί την ουσία των ονείρων του. Ποιος από τους δύο ήρωες είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος; Ποιος ονειρεύεται ποιον; Είναι ένα εύλογο ερώτημα, πολλώ μάλλον που ο Συδρολίνος, παραμένοντας αμετανόητα άπραγος, δεν κάνει τίποτε για να διεκδικήσει τη μυθιστορηματική πρωτοκαθεδρία (δεν το κουνάει από τη μαούνα του!), ενώ ο ντ Ωγέ όχι μόνο ανοίγει και κλείνει το μυθιστόρημα αλλά βρίσκεται σε συνεχή έξαρση. Ενα ανεξάντλητο παιχνίδι αντικατοπτρισμών, που ανακλάται και σε κάποιες ομοιότητες των ηρώων: είναι αμφότεροι χήροι, έχουν τρίδυμες θυγατέρες, ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους με κόρες ξυλοκόπων και πάει λέγοντας. Μας πιάνει ίλιγγος. Χανόμαστε. Συνερχόμαστε. A, μάλιστα, να μαστε! «Κάθε έργο είναι δύσκολο» λέει ο Κενώ. «Οχι πως η δυσκολία είναι δείγμα υπεροχής, δεν είναι καν υποχρεωτική· αλλά πρέπει να υπάρχει προσπάθεια, τουλάχιστον για κάτι περισσότερο. Για να ακολουθήσεις την πτήση του πουλιού πρέπει να στρέψεις τα μάτια ψηλά... Ετσι και με τον Οδυσσέα του Τζόυς, που αρχικά διαβάζεται σαν μυθιστόρημα· κατόπιν, πας πέραν αυτού».

Πράγματι το παιγνιώδες αυτό μυθιστόρημα, που μοιάζει να μην παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, οδηγεί πέραν της ανησυχίας τον άνθρωπο που δεν τον ικανοποιεί η τρέχουσα λογική: «Οταν εκφέρω κάποιον ισχυρισμό, αντιλαμβάνομαι αμέσως ότι ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περίπου εξίσου ενδιαφέρων, σε σημείο που το πράγμα καταντά για μένα σχεδόν δεισιδαιμονία». Πώς να ξεχάσουμε ότι το έργο του Κενώ ξεκίνησε στον Μεσοπόλεμο, εντός του υπερρεαλιστικού κινήματος, και ανθοφόρησε την εποχή του υπαρξισμού του Σαρτρ και του μπεκετικού παραλόγου;

Και αν ο Κενώ «δίνει γερή κλωτσιά στον πισινό της γλώσσας» είναι γιατί οι λέξεις απέδειξαν την αναποτελεσματικότητά τους. Πρόσωπα σαν τον Χίτλερ ή τον Στάλιν κατάφεραν να ντύσουν με ωραίες ρητορείες τα αθλιότερα εγκλήματα χάρη σε μια γλώσσα που οι λέξεις της είχαν εκτραπεί από το σύνηθες νόημά τους για να νομιμοποιήσουν το απαράδεκτο. Δεν συντρέχει λόγος, μας λέει λοιπόν ο Κενώ, να σεβαστούμε τις λέξεις. Αληθινή απόψυξη! Λεκτικές μεταποιήσεις, παραφθορές και αποκλίσεις, καταιγισμός λογοπαιγνίων, φωνητική γραφή, νεολογισμοί ων ουκ έστιν αριθμός. Οι λέξεις κάνουν τρέλες! Και τούτο γιατί πίσω από τους μηχανισμούς της κωμωδίας κρύβεται το σοβαρότατο γλωσσικό και λογοτεχνικό ζήτημα. Δεν είναι καθήκον του συγγραφέα, ρωτά ο Κενώ, να αποδείξει τη ζωντάνια της γλώσσας;

Ο ίδιος μάλιστα συνειδητοποιεί την απόσταση που χωρίζει τη συμβατική γαλλική γλώσσα από την «αληθινή», προφορική, όταν ταξιδεύει το 1932 στην Ελλάδα και πληροφορείται από τους έλληνες φίλους του, Εμπειρίκο, Δημαρά, Ουράνη, Κατσίμπαλη, Καλαμάρη, το χάσμα μεταξύ της καλλιεργημένης καθαρεύουσας και της καθομιλούμενης δημοτικής. Είναι γι αυτόν μια αποκάλυψη! Θεωρεί ότι το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τα γαλλικά. Θέλει να ξαναβρεί τη γλώσσα του μετρό, των μπιστρό, να μεταγράψει τον ρυθμό της, τη μελωδία της. Πόση δουλειά όμως για να την αποδώσει γραπτώς! Ο Κενώ επιβάλλει στον εαυτό του δρακόντειους κανόνες, αισθητικούς περιορισμούς, χωρίς τους οποίους δεν υπάρχει εξάλλου, κατ εκείνον, μυθιστόρημα - τον έχουν σημαδέψει τα αναγνώσματα του Τζόυς, του Σελίν. «Ο περιορισμός» λέει «μου ελευθερώνει τη φαντασία» - κάποιοι που έχουν περάσει από τη γαλλική σχολή το καταλαβαίνουν ίσως καλύτερα αυτό! Βρισκόμαστε αναμφίβολα στο πεδίο της λογοτεχνίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τον Κενώ τον διεκδίκησε ο κινηματογράφος: ο Λουί Μαλ θα μεταφέρει στην οθόνη τη διαβόητη Ζαζί στο μετρό· ο ίδιος ο Κενώ θα υπογράψει τη γαλλική μεταγλώττιση ταινιών όπως το La Strada του Φελίνι, τα Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας του Μπέργκμαν και τον Θάνατο στον κήπο του Μπουνιουέλ.

Στο σύμπαν του Κενώ οι ήρωες μοιάζουν - το είπαμε ήδη - ασήμαντοι. Ενας άνθρωπος σαν τον Συδρολίνο ικανοποιείται από τα πιο φτενά πράγματα και δεν ζορίζεται διόλου για τα μεγάλα. Αιωρείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, αιωρείται στο γαλάζιο. Βλέπουμε έναν Συδρολίνο να φυτοζωεί μέσα στο κουκούλι της μαούνας του. Κοιμάται, ονειρεύεται, ξυπνά, μπογιατίζει, σβήνει, κοιμάται, ξυπνά... Ως την άφιξη της Λαλίξ.

Ωστόσο στο φιλόδοξο αυτό μυθιστόρημα ανακύπτει επίσης το ερώτημα της φιλοσοφίας της Ιστορίας. Προσεκτικός αναγνώστης του Χέγκελ, ο Κενώ ανιχνεύει ακατάπαυστα το ιστορικό γίγνεσθαι. Πραγματικό κομμάτι ανθολογίας, η ακόλουθη ζωηρή συζήτηση περί της παγκόσμιας ιστορίας, γενικά και ειδικά, που δεν θα είχε αρνηθεί ούτε ο Φερνάν Μπροντέλ:

«Πες μου» ρωτάει ο δούκας τον αβά Κανειτόν Καμποσό «αυτή η Σύνοδος της Βασιλείας είναι παγκόσμια ιστορία;»

«Μάλιστα, ναι. Παγκόσμια ιστορία γενικώς».

«Και τα κανονάκια μου;»

«Γενική ιστορία ειδικώς».

«Και ο γάμος των θυγατέρων μου;»

«Ούτε καν συμβαντολογική ιστορία. Μικροϊστορία το πολύ πολύ». 
«Συμβαντο- πώς;» ουρλιάζει ο δούκας ντ Ωγέ. «Τι διάολο γλώσσα είναι αυτή; Μπας κι είναι σήμερα Πεντηκοστή;»

Ο Κενώ είναι μακράν του να αποδώσει μια κατεύθυνση στην Ιστορία. H μόνη ιστορία που τον ενδιαφέρει είναι η ιστορία των αλλαγών και των ανακαλύψεων: η φωτιά, ο τροχός, το άτομο. Αλλά για ποια μοίρα, διερωτάται ο συγγραφέας. Και αν το Ον ταυτίζεται με το Κακό; Και αν το Καλό, ευάλωτο και εφήμερο, δεν είναι παρά η αυταπάτη; Ενα μη Ον; Είναι για γέλια λοιπόν ή για κλάματα; Κομψότατος, ο Κενώ επιλέγει το γέλιο, παραμένοντας όμως απέραντα σοβαρός. Μεγάλη τέχνη, που υπηρετήθηκε από τη μετάφραση, τους θησαυρούς της οποίας θα άξιζε να παραθέσουμε εκτενώς. Μετάφραση ενός μυθιστορήματος που ο μεγάλος Ιταλο Καλβίνο - μεταφραστής των Γαλάζιων ανθέων στα ιταλικά - θεωρούσε μη μεταφράσιμο. H χάρη της συνεύρεσης μιας μεταφράστριας και ενός κειμένου.



Κατρίν Βελισσάρη (ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-01-2004)


Ρειμόν Κενώ 





Μοναχογιός του Αυγούστου Κενώ (Auguste Queneau) και της Ζοζεφίν Μινιό (Joséphine Mignot) που είχαν κατάστημα ψιλικών, ο Ρεϊμόν γεννήθηκε το 1903 στη Χάβρη. Εκεί μεγάλωσε και έκανε τις πρώτες σπουδές του. Πήγαινε συχνά με τον πατέρα του στον κινηματογράφο, διάβαζε πολύ και ξεκίνησε να γράφει από την εφηβική του ηλικία. Έπειτα πήγε στο Παρίσι για να πάρει πτυχίο φιλολογίας και φιλοσοφίας (License de philosophie et de lettres) από τη Σορβόνη (1924). Εκεί εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά κρίσεις άσθματος.
Εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Αλγερία και στο Μαρόκο, όπου ήρθε σε επαφή με την αργκό αλλά και με τηναραβική γλώσσα, όμως παράλληλα παρακολουθούσε τη λογοτεχνική κίνηση από αρκετά κοντά. Είχε συνεργαστεί μάλιστα στην έκδοση της Σουρεαλιστικής επανάστασης αλλά από το 1929 είχε ήδη διακόψει τις σχέσεις του με το κίνημα του Αντρέ Μπρετόν για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους. Παντρεύτηκε την Ζανίν Καν (αδερφή παλιάς ερωμένης του Μπρετόν-1928) με την οποία απέκτησε τον μοναχογιό του Ζαν Μαρί Κενώ (Jean-Marie Queneau) το 1934. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη σχολή «École pratique des hautes études» και παρακολούθησε σειρά μαθημάτων πάνω στον Χέγκελ από τον γνωστό καθηγητή Αλεξάντρ Κοζέβ (1935).
Διψασμένος για ταξίδια και γνώση επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1932 και ένιωσε βαθιά έκπληξη από το χάσμα που χώριζε την καθομιλουμένη από την καθαρεύουσα του γραπτού λόγου. Αυτός ο διαχωρισμός άλλωστε τον προβλημάτισε τόσο πολύ ώστε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για αυτόν καθώς στη συγγραφική του πορεία έθεσε τον στόχο να απαλλάξει τη γαλλική γλώσσα από τις συμβατικότητες του γραπτού λόγου.
Αφού επιστρέψει, θα εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα-ποίημα με τίτλο «Le chiendent» για το οποίο θα κερδίσει άλλωστε και το μόλις θεσπισμένο -με αφορμή το βιβλίο του- βραβείο των Ντε Μαγκό. Κατόπιν ακολουθούν κάποια αυτοβιογραφικά έργα:Les derniers jours (1936), Odile (1937), Les enfants du limon (1938). Παράλληλα εργάζεται ως τραπεζικός αλλά και ως πωλητής μέχρι να προσληφθεί από τον εκδοτικό οίκο Γκαλιμάρ ως αναγνώστης και έτσι να μπορέσει να αφιερωθεί περισσότερο στη συγγραφή. Ιδρύει μαζί με τον Ζωρζ Πελορσόν την επιθεώρηση «Volontées», γράφει και εκδίδει βιβλία. Η πρώτη του επιτυχία θα είναι το Pierrot mon ami (1942) και θα γίνει διάσημος το 1959 με το βιβλίο «Η Ζαζί στο μετρό» (Zazie dans le métro) που θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Λουί Μαλ. Η υστεροφημία του Κενώ όμως θα επισφραγισθεί από τα «Γαλάζια λουλούδια» (Les Fleurs bleues, 1965) καθώς και από ένα παλαιότερο έργο του, τις «Ασκήσεις ύφους» (Exercices de style, 1947).
Για κάποιο διάστημα στη δεκαετία του '30 ο Κενώ μελέτησε και κατέγραψε αυτούς που αποκαλούσε «les fous littéraires» (Οι τρελοί λογοτέχνες), συγγραφείς που είχαν διακηρύξει διάφορες εκκεντρικές θεωρίες. Κατέληξε στη συγγραφή ενός τόμου που υπερέβαινε τις 700 σελίδες που κανένας εκδότης δε θέλησε να εκδώσει. Μέρος της τεράστιας εργασίας του ενσωματώθηκε στο έργο του Les enfants du limon μέσω του ήρωα, κυρίου Σαμπερνάκ (Monsieur Chambernac) που ήταν συγγραφέας της «Εγκυκλοπαίδειας των Ανακριβών Επιστημών», ενός βιβλίου για τους «τρελούς λογοτέχνες».
Καθώς είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τις επιστήμες, το 1948 γράφτηκε στη Μαθηματική Εταιρία Γαλλίας και μάλιστα αφοσιώθηκε στην εφαρμογή των μαθηματικών κανόνων στο λογοτεχνικό έργο. Από το 1950 συμμετείχε στο Κολλέγιο Παταφυσικής με το βαθμό του«Σατράπη» ενώ το 1951 τον δέχτηκε η Ακαδημία Γκωνκούρ και από το 1954 διηύθηνε τις εγκυκλοπαιδικές εκδόσεις του εκδοτικού οίκουPleiade.
Κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου του κολλεγίου Παταφυσικής αποφάσισε μαζί με τον μαθηματικό Φρανσουά λε Λιονέ να ιδρύσουν τηνΟυλιπό (Oulipo, Ouvroir de la Litterature Potentielle = Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας) στην οποία συμμετείχαν πολλοί σημαντικοί λογοτέχνες.
Παρά τις πολλές απαιτητικές και διαφορετικές ενασχολήσεις του, ο Κενώ θα βρει τον χρόνο να εκφράσει την ποιητική του φλέβα αφού θα είναι άλλωστε και ο μοναδικός ποιητής που έχει καταφέρει να γράψει εκατό τρισεκατομμύρια ποιήματα («Cent Mille Milliards de Poèmes», 1961). Πρόκειται για ένα βιβλίο που έδινε τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ανακατέψει τις λέξεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθούν σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συγγραφέα εκατό τρισεκατομμύρια ποιήματα.
Ο Κενώ πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1976. Ο τάφος του βρίσκεται στο παλιό νεκροταφείο του Juvisy-sur-Orge, στην Εσόν (Essonne) έξω από το Παρίσι.