Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Οταν η συγγραφέας βλέπει το μέλλον



Τορόντο, 13 Σεπτεμβρίου 1999.
Βρίσκομαι στον πέμπτο όροφο του «Toronto Colony Hotel» και διαβάζω την τελευταία σελίδα από την «Ιστορία της πορφυρής δούλης» (εκδόσεις Εστία). Το βιβλίο-αποδεικτικό στοιχείο ότι θεμέλιο της επιστημονικής φαντασίας μπορεί να είναι μια «υποδόρια» κοινωνική αλλαγή, χωρίς φουτουριστικά χάι-τεκ τερτίπια με κεραίες και μπλιπ μπλιπ. Η «πορφυρή δούλη» του τίτλου ανήκει σε ένα τάγμα «γυναικών προς τεκνοποίησιν» που παίρνουν εντολές από ένα ζοφερό θεοκρατικό καθεστώς. Ακριβώς όπως αυτό των Ταλιμπάν, των φανατικών ισλαμιστών στο Αφγανιστάν, θα μου εξηγήσει σε λίγα λεπτά η ίδια η Μάργκαρετ Ατγουντ. Η σουπερστάρ συγγραφέας του Καναδά που όχι μόνο κυρίεψε (τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 35 γλώσσες) αλλά και προφήτεψε τον κόσμο. Σκέφτομαι ότι τη «Φαγώσιμη γυναίκα» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) και τα γεύματα της σύγχρονης γυναίκας με τη νευρική ανορεξία τα «συνέλαβε» ήδη από το 1969. Οι ηρωίδες στα περισσότερα μυθιστορήματά της (ακόμη και σε αυτό το«Αλλο πρόσωπο της Γκρέις», εκδόσεις Ωκεανίδα, που βασίστηκε σε μια πραγματική βικτωριανή ιστορία) μοιάζουν να κοιτούν στο μέλλον. Σαν να κρούουν τον κώδωνα για κοινωνικές αλλαγές που ελλοχεύουν στην επόμενη γωνία. Η «σουφραζέτα» του φεμινιστικού κινήματος έχει κλείσει τα 60 χρόνια της και δεν έχει πάψει να προφητεύει. Κάτι τέτοιο «φοβάμαι» ότι θα συμβεί και με το καινούργιο μυθιστόρημά της ­ προς έκδοσιν το φθινόπωρο του 2000. Η συζήτησή μας θα λάβει χώρα από το τηλέφωνο ­ η συγγραφέας βρίσκεται τρεις ώρες μακριά από το Τορόντο, σε ένα αγροτόσπιτο, κάπου στο Νότιο Οντάριο. Ξεκινάμε την κουβέντα από ένα ντοκυμαντέρ που είχε τύχει κάποτε να δω για τη ζωή της (γυρισμένο στις αρχές της δεκαετίας του '70): «Ναι, το θυμάμαι αυτό το παλαβό φιλμ» μου λέει ξεκαρδισμένη στα γέλια. «Ηταν ένας αυστραλός σκηνοθέτης που επιθυμούσε να πάθω νευρική κατάπτωση μπροστά στην κάμερα. Ή τουλάχιστον να ομολογήσω μια κάποια σεξουαλική κακοποίηση. Τι κρίμα, αλήθεια, να απογοητεύεις κάποιον που σε νομίζει προβληματική σουπερστάρ»...

Το να θέλεις να γνωρίσεις έναν συγγραφέα επειδή σου αρέσουν τα βιβλία του είναι σαν να επιθυμείς να γνωρίσεις διά ζώσης μια πάπια επειδή κάνει καλό πατέ
Καθ' ότι έχω την τύχη να συνομιλώ με την πρώτη κυρία των γραμμάτων του Καναδά και καθ' ότι εγώ τυγχάνω μια απλή και αφελής τουρίστρια, θα ήθελα να σάς ζητήσω να μου... εξηγήσετε εν συντομία αυτήν τη χώρα.
«Είναι πολύ συγκεκριμένα τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσεις για να κατανοήσεις τον Καναδά. Πρώτα απ' όλα οφείλεις να ξεκινήσεις με τη γεωγραφία. Μια αχανής έκταση, η μεγαλύτερη χώρα του πλανήτη. Στη συνέχεια προσθέτεις τη γεωλογία. Πέτρα και ένα αραιοκατοικημένο παγωμένο σύμπαν. Είναι πολύ περιορισμένη η κατοικήσιμη ποσότητα γης. Οι περισσότεροι είναι συγκεντρωμένοι στο Οντάριο και στο Κεμπέκ. Το επόμενο βήμα είναι να εξετάσεις τις σχέσεις της με άλλες χώρες. Από τη μια πλευρά η Ρωσία, από την άλλη οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το αποτέλεσμα ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα πολιτισμικής πίεσης. Ακόμη και στο Κεμπέκ, που λόγω γαλλόφωνης "μειονότητας" η διατήρηση μιας εθνικής ταυτότητας είναι πιο εφικτή από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα.
Θα σας δώσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Αν μπεις σήμερα σε ένα καναδικό βιβλιοπωλείο, τα περισσότερα βιβλία στα ράφια θα είναι αμερικανικά μπεστ σέλερ. Ακολουθούν οι γαλλικής καταγωγής εκδόσεις και τελευταία βέβαια η εγχώρια παραγωγή. Η αμερικανοποίηση ­ ή ομοιογενοποίηση ή παγκοσμιοποίηση, όπως θέλετε πείτε την ­ γίνεται πλέον αισθητή παντού. Μόνο ο κινηματογράφος μας έχει πεισμώσει. Πρόκειται για τη μοναδική χώρα του κόσμου όπου το 99% της κινηματογραφικής παραγωγής είναι αποκλειστικά και μόνο ντόπια. Και είναι μεγάλη ειρωνεία για έναν τόπο που διαθέτει όλους τους φυσικούς πόρους για να μην έχει ανάγκη κανέναν απολύτως. Βιώνουμε όμως καθημερινά την αμερικανική εισβολή. Για εσάς τους ευρωπαίους είναι πολύ πιο πρόσφατη, για εμάς είναι εδώ και χρόνια φυσική κατάσταση».
Ποια θα λέγατε αλήθεια ότι είναι η μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από τον Καναδά;
«Οτι δεν υπάρχει! Ξέρετε πόσες φορές έχω συναντήσει κόσμο να με ρωτά με απορία: "Μα, πού στο καλό βρίσκεται αυτό το μέρος;"».
Εχω την αίσθηση ότι κάτι παρόμοιο συνέβαινε μέχρι πρότινος και με την καναδική λογοτεχνία.
«Ναι, είναι αλήθεια ότι για πολλά χρόνια το να δηλώνεις καναδός συγγραφέας ήταν ένας εφιάλτης! Η άνθηση της καναδικής λογοτεχνίας όμως δεν ήταν και τόσο ξαφνική όσο νόμισε ο κόσμος. Δεν συντελέστηκε απλά μέσα σε μια εικοσαετία. Οι περισσότεροι αγνοούν ότι τη δεκαετία του '20 αυτή η χώρα παρήγαγε σωρεία μπεστ σέλερ. Μετά βέβαια τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30, τα τραύματα του πολέμου και την εξάπλωση της "φτηνής" (paperback) έκδοσης στις ΗΠΑ, η λογοτεχνία στον Καναδά έχασε έδαφος. Η δική μου γενιά άρχισε να κάνει τα πρώτα δειλά βήματά της τη δεκαετία του '50. Καλύτερη μοίρα είχε η ποίηση, που ήταν εν γένει πολύ πιο φτηνή. Ως τότε οι εκδότες ήταν μάλλον φοβισμένοι, μας απέφευγαν όπως ο διάολος το λιβάνι. Από τη δεκαετία του '60 και του '70 άρχισαν οι κυβερνητικές επιχορηγήσεις και ο εκδοτικός κόσμος αντιλήφθηκε ότι υπήρχε πλέον πρόσφορο αναγνωστικό κοινό. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες επισημοποιήθηκε αυτή η αναγέννηση. Αλλά, όπως σας είπα, δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το να είσαι Καναδός και να γράφεις ήταν κάτι σαν φυσικό ελάττωμα».
Πόσο μάλλον όταν τυγχάνεις και... γυναίκα.
«Και όμως, το γένος δεν ήταν και τόσο επιβαρυντικό στοιχείο. Θα σας φανεί τρελό αλλά το να έχεις καναδική υπηκοότητα εθεωρείτο πολύ μεγαλύτερο μειονέκτημα από το να είσαι γυναίκα».
Εσείς πάντως, που ανήκετε και στις δύο... κατηγορίες, περάσατε δύσκολους καιρούς. Αν δεν κάνω λάθος, έχετε κατηγορηθεί σχεδόν για τα πάντα.
«Ευτυχώς, δεν έχω ακόμη κατηγορηθεί για φόνο! Με έχουν πει εθνικίστρια, εθνοβόρο, μικροαστή, χίπισσα, φεμινίστρια, αντιφεμινίστρια, αριστερίστρια, δεξιά ως το κόκαλο... Τουλάχιστον κανείς δεν θέλησε να με κατηγορήσει ότι είμαι ξανθιά (θα παραήταν κραυγαλέο, δεν νομίζετε;). Πού το αποδίδω; Στο ότι πολύ απλά ο κόσμος δεν ξέρει να διαβάζει. Θυμάμαι μια εντελώς παρανοϊκή κριτική που είχα την τύχη να διαβάσω κάποτε για το άτομό μου. "Στο νέο της βιβλίο η Μάργκαρετ Ατγουντ καταπιάνεται με το τόσο προσφιλές της θέμα: τις τρίχες!". Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω ποιο ήταν το ερέθισμα του βιβλιοκριτικού γι' αυτήν την εξωφρενική διαπίστωση».
Είναι αλήθεια ότι η «Ιστορία της πορφυρής δούλης» (1987, εκδόσεις Εστία)βρίσκεται στη λίστα με τα πιο λογοκριμένα βιβλία στις Ηνωμένες Πολιτείες;
«Καταλαμβάνει την 48η θέση αυτήν τη στιγμή στη σχετική λίστα. Μη νομίζετε ότι πρόκειται για βιβλία που ρίχνονται στην πυρά. Απλά δεν τα διδάσκουν στα σχολεία και δεν τα δίνουν ποτέ σε βιβλιοθήκες. Φαίνεται ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν βρήκε και τόσο σύμφωνους τους χριστιανούς φονταμενταλιστές! Ισως κάποια πράγματα που ειπώθηκαν στην "Ιστορία της πορφυρής δούλης" να αποδείχθηκαν και προφητικά. Πάρτε για παράδειγμα αυτά που συνέβησαν στο Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν επέβαλαν στις γυναίκες ένα θεοκρατικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό του μυθιστορήματος. Τάγματα "γυναικών ικανών μόνον προς τεκνοποίησιν", τιμωρία με λιθοβολισμό ή θάνατο, αντί για φορέματα μπούρκα που κρύβουν με ένα δίχτυ το πρόσωπο».
Εχοντας ζήσει το γυναικείο κίνημα από τα πρώτα του βήματα, ποια πιστεύετε ότι είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια για τη σύγχρονη γυναίκα;
«Πρώτον, το ότι ενώ της έταξαν ότι μπορεί να τα έχει όλα, κάποια στιγμή ανακαλύπτει ότι μια μέρα χωράει μόνο 24 ώρες και ότι καθένας μας έχει μονάχα ένα κορμί. Δεύτερον, κάποτε οι ζωές των ανθρώπων ήταν πολύ προσεκτικά προχαραγμένες. Αντιθέτως, σήμερα υπάρχει πολύς αυτοσχεδιασμός, πολλές επιλογές, πολύ μεγάλη συμμετοχή του παράγοντα τύχη, πολλή μοναξιά. Γιατί ενώ τα πλέον ακανθώδη γυναικεία αιτήματα έχουν θεωρητικά ικανοποιηθεί, η αλήθεια είναι ότι ακόμη και σήμερα μια γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη με πολύ περισσότερους συμβιβασμούς από ό,τι ένας άνδρας».
Το θέμα της ενοχής επανέρχεται σχεδόν σε κάθε σας βιβλίο. Θεωρείτε ότι πρόκειται για αναπόσπαστο κομμάτι της γυναικείας ψυχολογίας;
«Της ανθρώπινης ψυχολογίας γενικότερα θα ήταν, νομίζω, το πιο σωστό. Στις γυναίκες βέβαια συνήθως εκπορεύεται από συγκεκριμένες περιοχές της ψυχής τους. Συνήθως περιστρέφεται γύρω από το σεξ και τα παιδιά. Δύο περιοχές στις οποίες είναι δυνατόν να πληγώσεις άλλους ανθρώπους. Οχι ότι και οι άντρες δεν έχουν τώρα πια ενοχές για τα παιδιά τους (και πιο πρόσφατα και για το σεξ). Βέβαια η ενοχή μάς είναι απαραίτητη. Αν χαθεί θα την έχουμε άσχημα, γιατί θα σημαίνει ότι θα έχουμε πλέον απολέσει και το παραμικρό ίχνος ηθικού φραγμού. Το ίδιο ισχύει και για την ντροπή, ένα λιγότερο ίσως προσωπικό συναίσθημα. Γιατί αυτή βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συλλογική εικόνα της κοινωνίας».
Ποια θα ήταν η συνταγή επιβίωσης που θα δίνατε ως μάχιμη συγγραφέας στη γυναίκα του τέλους της χιλιετίας;
«Δεν θα ήμουν ποτέ τόσο επηρμένη ώστε να επιχειρήσω κάτι τέτοιο. Κάθε γυναίκα επηρεάζεται από τα εκάστοτε κοινωνικά δεδομένα που την περιστοιχίζουν. Και συνήθως είναι η πρώτη που επηρεάζεται λόγω της πιο εύθραυστης ιδιοσυγκρασίας της. Θα μπορούσα ίσως να την προτρέψω να αναπτύξει τις δυνάμεις της διορατικότητάς της. Γιατί η εσωτερική επαγρύπνηση είναι το τίμημα της ελευθερίας (και δεν το είπα εγώ πρώτη αυτό). Ισως να την συμβούλευα και κάτι άλλο. Να μη θεωρεί τίποτε δεδομένο. Τα πάντα μπορεί να μεταμορφωθούν με ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού. Η Ελλάδα το γνωρίζει καλά αυτό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο θέμα του σεισμού!».
Φαντάζομαι ότι η φιλελεύθερη ανατροφή σας θα συνεισέφερε τα μέγιστα στον τρόπο που οικοδομήθηκε η σκέψη σας.
«Ναι, έχετε δίκιο, ήταν πολύ φιλελεύθερη και αρκετά αποκομμένη από τον έξω κόσμο η ανατροφή μου. Μην αποκομίσετε όμως καμία εσφαλμένη εντύπωση. Οι γονείς μου δεν ήταν τίποτα χίπις. Ούτε καν κάπνιζαν! Απλά δεν επιζητούσαν να επιβάλουν στο παιδί τους βικτωριανό καθεστώς. Τους ενδιέφερε πολύ να εξερευνούν το φυσικό περιβάλλον ­ άλλωστε ο πατέρας μου ήταν εντομολόγος. Χάρη σε αυτούς ήρθα από νωρίς σε επαφή με την άγρια φύση. Και αυτό μου επέτρεψε να μάθω από παιδί ακόμη πράγματα που οι περισσότεροι αγνοούσαν. Για παράδειγμα, είμαι δεινή μαραγκός, πολύ καλή... χειρίστρια του κανό, ξέρω να ανάψω φωτιά μέσα στη βροχή. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ταιριάζει στους γονείς μου το "προοδευτικοί". Είναι πιο κοντά στο "εκκεντρικοί"».
Είστε από τα πλέον διάσημα εξαγώγιμα προϊόντα του Καναδά. Τα βιβλία σας έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 35 γλώσσες. Τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας σουπερστάρ;
«Κοιτάξτε, το γράψιμο δεν είναι όπως ο κινηματογράφος. Δεν μας ακολουθούν στον δρόμο οι θαυμαστές μας, ούτε έχει ποτέ αποπειραθεί κανείς να μας σκίσει τα ρούχα. Από την άλλη πλευρά όμως, το βιβλίο μένει για πολύ περισσότερο χρόνο στα ράφια των καταστημάτων. Δεν είσαι βέβαια εκεί την ώρα που ο αναγνώστης απολαμβάνει τον καρπό των μόχθων σου. Και δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να σε γνωρίσει. Το να επιθυμείς να συναντήσεις από κοντά έναν συγγραφέα επειδή σου αρέσουν τα βιβλία του είναι σαν να θέλεις να γνωρίσεις διά ζώσης μια πάπια επειδή κάνει καλό πατέ!».
Ναι, μόνο που τελευταία βιώνουμε τη σταδιακή απομυθοποίηση του συγγραφέα.Δεν υπάρχει πλέον ο παλιός πέπλος μυστηρίου.
«Σίγουρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Οι εκδότες θεωρούν πλέον καθήκον τους να φέρουν τους συγγραφείς όσο το δυνατόν πιο κοντά στο κοινό τους. Εξ ου και οι συνεχείς συγγραφικές περιοδείες και τα αυτόγραφα. Πιστέψτε με, το έχω βιώσει αυτό το στάδιο και ήταν εξαιρετικά φθοροποιό».
Ποιος είναι ο ιδεώδης αναγνώστης για σας;
«Ο δικός μου ιδεώδης αναγνώστης δεν έχει συγκεκριμένη ηλικία, εθνικότητα ή φύλο. Είναι επιδέξιος αναγνώστης, με την έννοια ότι ξέρει να βρίσκει το νόημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις, ότι δεν θα μου συγχωρούσε καμία παρασπονδία, ότι θα κατόρθωνε να αποκωδικοποιήσει την ίδια τη μουσικότητα του κειμένου».
Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας καλείται να περάσει κάποια ­ οιαδήποτε ­ σοφία στον αναγνώστη του;
«Νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Πώς γίνεται να μην του μεταβιβάσεις κάποιο είδος προσωπικής σοφίας; Δεν υπάρχει κανένα κείμενο χωρίς νόημα. Ο αναγνώστης θα βρει σίγουρα κάποια δίοδο για την αποκρυπτογράφησή του. Ακόμη και αν χρησιμοποιήσεις λέξεις που δεν υπάρχουν, που δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα, εκείνος θα ανακαλύψει κάτι. Μην ξεχνάτε ότι έχει επαναπροσδιορισθεί το ανθρώπινο ον: ένα ζώο ικανό να διαβάζει σύμβολα. Μόνο που οι αναγνώσεις ποικίλλουν. Θα μένατε πραγματικά άναυδη αν βλέπατε πόσα διαφορετικά μηνύματα έχουν αποκομίσει διαφορετικοί άνθρωποι από τη βιβλιογραφία μου».
Μια που το έφερε η κουβέντα, ποιο είναι το πιο αλλόκοτο σχόλιο που σας έχουν κάνει ποτέ για τα βιβλία σας;
«... Περιμένετε λιγάκι να σκεφτώ. Προτιμώ να σας πω το σχόλιο που μου είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια του γυναικείου κινήματος, όταν μόλις είχα εκδώσει το βιβλίο μου "Power politics" (1971), ήρθε ένας νεαρός με τη σύζυγό του και μου είπε: "Διαβάσαμε το βιβλίο σας και έσωσε τον γάμο μας!". Δεν ξεχνώ επίσης και ένα γράμμα που είχα λάβει από έναν απογοητευμένο νεαρό: "Αν είχα διαβάσει νωρίτερα το βιβλίο σας, θα είχα κατανοήσει νωρίτερα τις γυναίκες"».
Ποια είναι η θέση του γυναικείου κινήματος σήμερα;
«Ο φεμινισμός απορροφήθηκε τελείως από τις κοινωνικές δομές. Θυμηθείτε ότι κάποτε επικρατούσε η θεωρία ότι αν δώσεις μόρφωση σε μια γυναίκα θα διογκωθεί υπερβολικά ο εγκέφαλός της ενώ ταυτόχρονα θα συρρικνωθούν τα όργανα αναπαραγωγής της. Σήμερα έχουμε λησμονήσει ότι όλα ήταν καρπός ενός μακρόχρονου αγώνα. Θεωρούμε τα πάντα δεδομένα. Βλέπει κανείς στον δρόμο μια νέα γυναίκα να φορά απλά, άνετα ρούχα ­ χωρίς κορσέδες και τα τοιαύτα ­ και πιστεύουμε ότι πάντα ήταν έτσι. Ξέρετε σε ποιον οφείλουμε αυτή τη μικρή κατάκτηση; Μα, στην Κοκό Σανέλ βέβαια, ίσως την πρώτη φεμινίστρια ετοίμου ενδύματος. Η σύγχρονη γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτά που της επιτρέπονται να κάνει και αυτά που η ίδια επιτρέπει στον εαυτό της να κάνει δεν ήταν παρά προϊόντα ενός σκληρού αγώνα».
Θέλετε να πείτε ότι είμαστε μάλλον... αχάριστες;
«Πάρα πολύ. Και η αχαριστία όμως είναι στη φύση μας».
Θα λέγατε ότι ο αγώνας ολοκληρώθηκε;
«Ασφαλώς όχι. Ισως το πιο επαναστατικό δείγμα, όσον αφορά τα γυναικεία ζητήματα σήμερα, είναι αυτή η Grameen Bank, ένα εκπληκτικό κίνημα για τις φτωχές γυναίκες στο Μπαγκλαντές. Ενα συλλογικό εγχείρημα. Ο επικεφαλής της όλης προσπάθειας θα έπρεπε να πάρει Νομπέλ Ειρήνης. Ισως αν συγκρίνουμε τα προβλήματά μας στον δυτικό κόσμο με αυτά που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στις αναπτυσσόμενες χώρες, δεν θα γκρινιάζαμε και τόσο πολύ».
Παραμένετε πάντως ένας... λανθάνων Ιούλιος Βερν όσον αφορά τα γυναικεία ζητήματα. Στο βιβλίο σας «Η φαγώσιμη γυναίκα» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1983) είχατε ήδη «προβλέψει» τη νευρική ανορεξία.
«Ισως να έχετε δίκιο. Από τότε όμως, αν κοίταζες προσεκτικά γύρω σου, έβλεπες τις διαταραχές της διατροφής να καταφθάνουν. Κάπως έτσι είχα νιώσει εγώ η ίδια όταν, σε ηλικία 14 χρόνων, διάβασα το "1984" του Τζορτζ Οργουελ. Εμαθα από πολύ νωρίς ότι ένας συγγραφέας οφείλει να ενθαρρύνει τη σκέψη του να βλέπει στο μέλλον».
Πηγή: Εφημερίδα Το Βήμα (http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=114933)